οζονόλυση

οζονόλυση
η
χημ.
χημική αντίδραση η οποία συνίσταται στη διάσπαση μιας ολεφινικής οργανικής ένωσης με προσθήκη όζοντος στον διπλό δεσμό τού μορίου της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozonolyse (< όζον* + λύση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • όζον — Αέριο με χαρακτηριστική διαπεραστική οσμή που αποτελείται από μία αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου· έχει τριατομικό μόριο, αντίστοιχο στον τύπο Ο3. Την ύπαρξή του εντόπισε ο Ολλανδός Μάρτιν βαν Μάρουμ (1750 1837) το 1785, με αφορμή την ιδιάζουσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”